- ιδιοστολος
- ἰδιόστολοςἰδιό-στολος2(ῐδ) снаряженный на личные средства
(τριήρης Plut.)
ἰ. ἔπλευσε Plut. — он отплыл на корабле, который был снаряжен на его собственный счет
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τριήρης Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ιδιόστολος — ἰδιόστολος, ον (Α) 1. αυτός που εξοπλίζεται με ιδιωτικές δαπάνες 2. ο μισθωμένος για ιδιαίτερη χρήση 3. φρ. «ἰδιόστολος πλέω» πλέω με δικό μου πλοίο (Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + στολος (< στόλος «εξοπλισμός»), πρβλ. από στολος, αυτό… … Dictionary of Greek
ἰδιόστολος — equipped at one s own expense masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιόστολον — ἰδιόστολος equipped at one s own expense masc/fem acc sg ἰδιόστολος equipped at one s own expense neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιοστόλῳ — ἰδιόστολος equipped at one s own expense masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… … Dictionary of Greek